Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπαδώ — ὀπαδῶ, έω (Α) (δωρ. τ.) βλ. οπηδώ … Dictionary of Greek
οπηδώ — ὀπηδῶ, δωρ. τ. ὀπαδῶ, έω (Α) [οπηδός] 1. ακολουθώ κάποιον, συνοδεύω, συντροφεύω («Εὐρυβάτης... ὅς οἱ ὀπήδει», Ομ. Ιλ.) 2. ακολουθώ, παρακολουθώ («μετ ἴχνια Κύρνος ὀπηδεῑ», Καλλ.) … Dictionary of Greek